καῦκος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

καῦκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καῦκος αρσενικό

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • καῦκα
  • καυκάλιον
  • καύκαλον / καύχαλον
  • καύκη
  • καυκίον (υποκοριστικό)


Ετυμολογία 2

καῦκος < θηλυκό καῦκα (ερωμένη)[2] < καυκοῦμαι < καυχοῦμαι, καυχῶμαι (καυχιέμαι) Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

καῦκος αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη καυχοῦμαι

Αναφορές

  1. καῦκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. καῦκος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.