κατευόδωσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατευόδωσις < ελληνιστική κοινή κατευόδωσις ή κατευοδῶ + -σις

Ουσιαστικό

κατευόδωσις θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κατευοδῶ

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατευόδωσῐς αἱ κατευοδώσεις
      γενική τῆς κατευοδώσεως τῶν κατευοδώσεων
      δοτική τῇ κατευοδώσει ταῖς κατευοδώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατευόδωσῐν τὰς κατευοδώσεις
     κλητική ! κατευόδωσῐ κατευοδώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατευοδώσει
γεν-δοτ τοῖν  κατευοδωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατευόδωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατευοδόω (βοηθάω κάποιον να περάσει) / κατευοδῶ + -σις. Δείτε και κατ- & εὐόδωσις

Ουσιαστικό

κατευόδωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.