κατευόδωσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κατευόδωσις < ελληνιστική κοινή κατευόδωσις ή κατευοδῶ + -σις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατευοδῶ
Πηγές
- κατευόδωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κατευόδωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατευόδωσῐς | αἱ | κατευοδώσεις | ||||
| γενική | τῆς | κατευοδώσεως | τῶν | κατευοδώσεων | ||||
| δοτική | τῇ | κατευοδώσει | ταῖς | κατευοδώσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατευόδωσῐν | τὰς | κατευοδώσεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατευόδωσῐ | κατευοδώσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατευοδώσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατευοδωσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατευόδωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατευοδόω (βοηθάω κάποιον να περάσει) / κατευοδῶ + -σις. Δείτε και κατ- & εὐόδωσις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατευοδόω
Πηγές
- κατευόδωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.