κατευόδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατευόδωση οι κατευοδώσεις
      γενική της κατευόδωσης* των κατευοδώσεων
    αιτιατική την κατευόδωση τις κατευοδώσεις
     κλητική κατευόδωση κατευοδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατευοδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατευόδωση < ελληνιστική κοινή κατευόδωσις < κατευοδόω

Ουσιαστικό

κατευόδωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.