κατευθυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατευθυνόμενος | η | κατευθυνόμενη | το | κατευθυνόμενο |
| γενική | του | κατευθυνόμενου | της | κατευθυνόμενης | του | κατευθυνόμενου |
| αιτιατική | τον | κατευθυνόμενο | την | κατευθυνόμενη | το | κατευθυνόμενο |
| κλητική | κατευθυνόμενε | κατευθυνόμενη | κατευθυνόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατευθυνόμενοι | οι | κατευθυνόμενες | τα | κατευθυνόμενα |
| γενική | των | κατευθυνόμενων | των | κατευθυνόμενων | των | κατευθυνόμενων |
| αιτιατική | τους | κατευθυνόμενους | τις | κατευθυνόμενες | τα | κατευθυνόμενα |
| κλητική | κατευθυνόμενοι | κατευθυνόμενες | κατευθυνόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατευθυνόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατευθύνομαι
Μετοχή
κατευθυνόμενος, -η, -ο
- που κατευθύνεται προς έναν τόπο
- που κατευθύνεται από άλλους και δεν δρα με δική του πρωτοβουλία
- που κατευθύνεται από κάποιους για την εξυπηρέτηση δόλιων στόχων
- κατευθυνόμενες φήμες
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κατευθυνόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.