κατερχόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατερχόμενος η κατερχόμενη το κατερχόμενο
      γενική του κατερχόμενου της κατερχόμενης του κατερχόμενου
    αιτιατική τον κατερχόμενο την κατερχόμενη το κατερχόμενο
     κλητική κατερχόμενε κατερχόμενη κατερχόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατερχόμενοι οι κατερχόμενες τα κατερχόμενα
      γενική των κατερχόμενων των κατερχόμενων των κατερχόμενων
    αιτιατική τους κατερχόμενους τις κατερχόμενες τα κατερχόμενα
     κλητική κατερχόμενοι κατερχόμενες κατερχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατερχόμενος < μετοχή ενεστώτα του κατέρχομαι

Μετοχή

κατερχόμενος -η, -ο

  • που κατέρχεται, που κατεβαίνει προς τα κάτω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.