καταχώννυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καταχώννυμι < κατά + χώννυμι < χόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰew- (χύνω)

Ρήμα

καταχώννυμι

  1. χώνω βαθιά (στη γη) (σκεπάζοντας με σωρό χώματος)
  2. φράζω (π.χ. το στόμιο ενός λιμένα)
  3. γεμίζω
  4. κατακλύζω, καταστρέφω
  5. βάζω κάτι σε αφάνεια, επισκιάζω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.