καταχείμωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καταχείμωνο | τα | καταχείμωνα |
| γενική | του | καταχείμωνου | των | καταχείμωνων |
| αιτιατική | το | καταχείμωνο | τα | καταχείμωνα |
| κλητική | καταχείμωνο | καταχείμωνα | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καταχείμωνο ουδέτερο
Συγγενικά
- καταχείμωνα
- → δείτε τις λέξεις κατά και χειμώνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.