κατατρομοκράτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατατρομοκράτηση | οι | κατατρομοκρατήσεις |
| γενική | της | κατατρομοκράτησης* | των | κατατρομοκρατήσεων |
| αιτιατική | την | κατατρομοκράτηση | τις | κατατρομοκρατήσεις |
| κλητική | κατατρομοκράτηση | κατατρομοκρατήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατατρομοκρατήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατατρομοκράτηση < κατατρομοκρατώ + -ση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κατατρομοκράτηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.