κατατρομοκρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατρομοκρατώ < κατα- + τρομοκρατώ

Ρήμα

κατατρομοκρατώ (παθητική φωνή: κατατρομοκρατούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.