κατατρομάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατρομάζω < κατα- (επιτατικό) + τρομάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.tɾoˈma.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατατρομάζω

Ρήμα

κατατρομάζω, αόρ.: κατατρόμαξα, μτχ.π.π.: κατατρομαγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατά, τρομάζω και τρόμος

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.