κόβω τα ήπατα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkovo ta ˈipata/
Έκφραση
κόβω τα ήπατα
- τρομάζω κάποιον υπερβολικά, τρομοκρατώ
- ↪ Μου κόπηκαν τα ήπατα μόλις το έμαθα!
- ↪ Η είδηση του δυστυχήματος του 'κοψε τα ήπατα.
Σημειώσεις
Συνώνυμα
- κόβω το αίμα κάποιου
- κόβω τα πόδια κάποιου/σε κάποιον
- κόβω τη χολή κάποιου
→ και δείτε τη λέξη τρομάζω
Μεταφράσεις
κόβω τα ήπατα
|
→ δείτε τη λέξη τρομάζω |
Πηγές
- κόβω τα ήπατα - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.