κατατρεγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατατρεγμός | οι | κατατρεγμοί |
| γενική | του | κατατρεγμού | των | κατατρεγμών |
| αιτιατική | τον | κατατρεγμό | τους | κατατρεγμούς |
| κλητική | κατατρεγμέ | κατατρεγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κατατρεγμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.