κατατρεγμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατατρεγμός οι κατατρεγμοί
      γενική του κατατρεγμού των κατατρεγμών
    αιτιατική τον κατατρεγμό τους κατατρεγμούς
     κλητική κατατρεγμέ κατατρεγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατατρεγμός < κατα- + τρέχω

Ουσιαστικό

κατατρεγμός αρσενικό

  1. συνεχής και επίμονη δίωξη
  2. καταδίωξη


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.