καταστατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταστατικός | η | καταστατική | το | καταστατικό |
| γενική | του | καταστατικού | της | καταστατικής | του | καταστατικού |
| αιτιατική | τον | καταστατικό | την | καταστατική | το | καταστατικό |
| κλητική | καταστατικέ | καταστατική | καταστατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταστατικοί | οι | καταστατικές | τα | καταστατικά |
| γενική | των | καταστατικών | των | καταστατικών | των | καταστατικών |
| αιτιατική | τους | καταστατικούς | τις | καταστατικές | τα | καταστατικά |
| κλητική | καταστατικοί | καταστατικές | καταστατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταστατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
καταστατικός
- αυτός που αναφέρεται σε μια κατάσταση
- αυτός που ρυθμίζει μια κατάσταση, συνήθως δια της επιβολής κανόνων λειτουργίας
Συγγενικά
Εκφράσεις
- καταστατικός χάρτης : το σύνταγμα
Μεταφράσεις
καταστατικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.