καταστατικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταστατικά < καταστατικός +

Επίρρημα

καταστατικά

  1. με καταστατικό τρόπο
  2. σε συμφωνία με το καταστατικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καταστατικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.