constructor
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| constructor | constructors |
Ουσιαστικό
constructor (en)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος κατασκευαστής ή απλά κατασκευαστής[1]
- δείτε επίσης: Constructor (object-oriented programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αντώνυμα
- destructor
Συγγενικά
- constructorless
Πολυλεκτικοί όροι
-
constructor στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Διομήδης Σπινέλλης, Μέθοδοι κατασκευαστές, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Προσπέλαση 06/11/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.