καταρριπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταρριπτικός | η | καταρριπτική | το | καταρριπτικό |
| γενική | του | καταρριπτικού | της | καταρριπτικής | του | καταρριπτικού |
| αιτιατική | τον | καταρριπτικό | την | καταρριπτική | το | καταρριπτικό |
| κλητική | καταρριπτικέ | καταρριπτική | καταρριπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταρριπτικοί | οι | καταρριπτικές | τα | καταρριπτικά |
| γενική | των | καταρριπτικών | των | καταρριπτικών | των | καταρριπτικών |
| αιτιατική | τους | καταρριπτικούς | τις | καταρριπτικές | τα | καταρριπτικά |
| κλητική | καταρριπτικοί | καταρριπτικές | καταρριπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταρριπτικός < καταρρίπτω + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καταρρίπτω
Μεταφράσεις
καταρριπτικός
|
|
Αναφορές
- καταρριπτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.