καταλλαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταλλαγή οι καταλλαγές
      γενική της καταλλαγής των καταλλαγών
    αιτιατική την καταλλαγή τις καταλλαγές
     κλητική καταλλαγή καταλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταλλαγή < αρχαία ελληνική καταλλαγή

Ουσιαστικό

καταλλαγή θηλυκό

  1. η συνδιαλλαγή, η συμφιλίωση
      Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος, ανάμεσα στα άλλα θέματα που θίγει, αναφέρεται στη θυσία του Χριστού που απέβη η καταλλαγή του ανθρώπου με το Θεό, δηλαδή στη συμφιλίωσή μας μαζί του. (Φωνή Κυρίου, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας, Έτος 53ον, 10 Ιουλίου 2005, αρ. φύλλου 28 (2719))
  2. η ανταλλαγή (π.χ. νομισμάτων)
  3. το κέρδος από ανταλλαγή νομισμάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.