κατακέφαλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακέφαλα < κατά + κεφάλι +

Επίρρημα

κατακέφαλα

  1. στο κεφάλι
  2. με το κεφάλι μπροστά
  3. για κάτι σοβαρό, απρόσμενο ή αναπάντεχο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κατακέφαλα < κατά + κεφαλή +

Επίρρημα

κατακέφαλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.