αναπάντεχο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

αναπάντεχο < (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο γένος του επιθέτου αναπάντεχος ( δείτε  παρακάτω)

Ουσιαστικό

αναπάντεχο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

αναπάντεχο : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναπάντεχο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.