καταθορυβώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταθορυβώ < ελληνιστική κοινή καταθορυβέω / καταθορυβῶ

Ρήμα

καταθορυβώ (παθητική φωνή: καταθορυβούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) παράγω πολύ θόρυβο
  2. (μεταφορικά) αναστατώνω ή ταράζω κάποιον, τον κάνω ν’ ανησυχήσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.