καταθορυβούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταθορυβούμαι | καταθορυβούμουν | θα καταθορυβούμαι | να καταθορυβούμαι | ||
| β' ενικ. | καταθορυβείσαι | καταθορυβούσουν | θα καταθορυβείσαι | να καταθορυβείσαι | ||
| γ' ενικ. | καταθορυβείται | καταθορυβούνταν | θα καταθορυβείται | να καταθορυβείται | ||
| α' πληθ. | καταθορυβούμαστε | καταθορυβούμασταν καταθορυβούμαστε |
θα καταθορυβούμαστε | να καταθορυβούμαστε | ||
| β' πληθ. | καταθορυβείστε | καταθορυβούσασταν καταθορυβούσαστε |
θα καταθορυβείστε | να καταθορυβείστε | καταθορυβείστε | |
| γ' πληθ. | καταθορυβούνται | καταθορυβούνταν | θα καταθορυβούνται | να καταθορυβούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταθορυβήθηκα | θα καταθορυβηθώ | να καταθορυβηθώ | καταθορυβηθεί | ||
| β' ενικ. | καταθορυβήθηκες | θα καταθορυβηθείς | να καταθορυβηθείς | καταθορυβήσου | ||
| γ' ενικ. | καταθορυβήθηκε | θα καταθορυβηθεί | να καταθορυβηθεί | |||
| α' πληθ. | καταθορυβηθήκαμε | θα καταθορυβηθούμε | να καταθορυβηθούμε | |||
| β' πληθ. | καταθορυβηθήκατε | θα καταθορυβηθείτε | να καταθορυβηθείτε | καταθορυβηθείτε | ||
| γ' πληθ. | καταθορυβήθηκαν καταθορυβηθήκαν(ε) |
θα καταθορυβηθούν(ε) | να καταθορυβηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταθορυβηθεί | είχα καταθορυβηθεί | θα έχω καταθορυβηθεί | να έχω καταθορυβηθεί | καταθορυβημένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταθορυβηθεί | είχες καταθορυβηθεί | θα έχεις καταθορυβηθεί | να έχεις καταθορυβηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταθορυβηθεί | είχε καταθορυβηθεί | θα έχει καταθορυβηθεί | να έχει καταθορυβηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταθορυβηθεί | είχαμε καταθορυβηθεί | θα έχουμε καταθορυβηθεί | να έχουμε καταθορυβηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταθορυβηθεί | είχατε καταθορυβηθεί | θα έχετε καταθορυβηθεί | να έχετε καταθορυβηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταθορυβηθεί | είχαν καταθορυβηθεί | θα έχουν καταθορυβηθεί | να έχουν καταθορυβηθεί | ||
Μεταφράσεις
καταθορυβούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.