καταθετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταθετικός | η | καταθετική | το | καταθετικό |
| γενική | του | καταθετικού | της | καταθετικής | του | καταθετικού |
| αιτιατική | τον | καταθετικό | την | καταθετική | το | καταθετικό |
| κλητική | καταθετικέ | καταθετική | καταθετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταθετικοί | οι | καταθετικές | τα | καταθετικά |
| γενική | των | καταθετικών | των | καταθετικών | των | καταθετικών |
| αιτιατική | τους | καταθετικούς | τις | καταθετικές | τα | καταθετικά |
| κλητική | καταθετικοί | καταθετικές | καταθετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καταθετικός
- που σχετίζεται με την κατάθεση, π.χ. χρημάτων σε τραπεζικό λογαρισμό, στεφάνων σε μνημείο, κ.α.
Μεταφράσεις
καταθετικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.