καταδότρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταδότρια | οι | καταδότριες |
| γενική | της | καταδότριας | των | καταδοτριών |
| αιτιατική | την | καταδότρια | τις | καταδότριες |
| κλητική | καταδότρια | καταδότριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
καταδότρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.