καταδότρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταδότρα οι καταδότρες
      γενική της καταδότρας
    αιτιατική την καταδότρα τις καταδότρες
     κλητική καταδότρα καταδότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταδότρα < καταδότης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

καταδότρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.