καταβλητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταβλητικός | η | καταβλητική | το | καταβλητικό |
| γενική | του | καταβλητικού | της | καταβλητικής | του | καταβλητικού |
| αιτιατική | τον | καταβλητικό | την | καταβλητική | το | καταβλητικό |
| κλητική | καταβλητικέ | καταβλητική | καταβλητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταβλητικοί | οι | καταβλητικές | τα | καταβλητικά |
| γενική | των | καταβλητικών | των | καταβλητικών | των | καταβλητικών |
| αιτιατική | τους | καταβλητικούς | τις | καταβλητικές | τα | καταβλητικά |
| κλητική | καταβλητικοί | καταβλητικές | καταβλητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταβλητικός < καταβάλω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καταβλητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.