αποχαυνωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχαυνωτικός η αποχαυνωτική το αποχαυνωτικό
      γενική του αποχαυνωτικού της αποχαυνωτικής του αποχαυνωτικού
    αιτιατική τον αποχαυνωτικό την αποχαυνωτική το αποχαυνωτικό
     κλητική αποχαυνωτικέ αποχαυνωτική αποχαυνωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχαυνωτικοί οι αποχαυνωτικές τα αποχαυνωτικά
      γενική των αποχαυνωτικών των αποχαυνωτικών των αποχαυνωτικών
    αιτιατική τους αποχαυνωτικούς τις αποχαυνωτικές τα αποχαυνωτικά
     κλητική αποχαυνωτικοί αποχαυνωτικές αποχαυνωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποχαυνωτικός < αποχαύνωση

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.xav.no.tiˈkos/

Επίθετο

αποχαυνωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.