καταβίβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταβίβαση οι καταβιβάσεις
      γενική της καταβίβασης* των καταβιβάσεων
    αιτιατική την καταβίβαση τις καταβιβάσεις
     κλητική καταβίβαση καταβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταβίβαση < καταβιβάζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική κατέβασμα)

Ουσιαστικό

καταβίβαση θηλυκό

  1. (λόγιο) κατέβασμα
  2. (λόγιο) χαμήλωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.