κατάταξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάταξῐς | αἱ | κατατάξεις | ||||
| γενική | τῆς | κατατάξεως | τῶν | κατατάξεων | ||||
| δοτική | τῇ | κατατάξει | ταῖς | κατατάξεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατάταξῐν | τὰς | κατατάξεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατάταξῐ | κατατάξεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατατάξει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταταξέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατάταξις (ελληνιστική κοινή) < κατατάσσω, κατα-*ταγ-(jω) + -σις > -ξις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάταξη
Πηγές
- κατάταξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.