κασμίρι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈzmi.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κασμίρι

Ετυμολογία 1

κασμίρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική cachemir < αγγλική cashmere < Cachmere (περιοχή της Ινδίας)[1]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασμίρι τα κασμίρια
      γενική του κασμιριού των κασμιριών
    αιτιατική το κασμίρι τα κασμίρια
     κλητική κασμίρι κασμίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κασκόλ από κασμίρι

Ουσιαστικό

κασμίρι ουδέτερο

  • είδος λείου, ζεστού, γυαλιστερού και ακριβού υφάσματος
      [...](ο πατέρας της, ο Πέτρος Σκιαδάς, είχε φημισμένο κατάστημα κασμιριών, κοντά στο δημοτικό θέατρο)[...]
    Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941

Συγγενικά

  • κασμιρένιος
  • κασμιροφανέλα[2]

Ετυμολογία 2

κασμίρι <  δείτε τη λέξη Κασμίρ

Ουσιαστικό

κασμίρι άκλιτο

Αναφορές

  1. κασμίρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κασμίρι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.