κασμιρικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κασμιρικά
      γενική των κασμιρικών
    αιτιατική τα κασμιρικά
     κλητική κασμιρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κασμιρικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κασμιρικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

κασμιρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: ks

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.