κασαρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κασαρία | οι | κασαρίες |
| γενική | της | κασαρίας | των | κασαριών |
| αιτιατική | την | κασαρία | τις | κασαρίες |
| κλητική | κασαρία | κασαρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κασαρία < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική kasare < kašu (τυρί) < λατινική caseus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwat- (υφίσταμαι ζύμωση)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κασέρι
Μεταφράσεις
κασαρία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.