καρτεσιανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καρτεσιανισμός | οι | καρτεσιανισμοί |
| γενική | του | καρτεσιανισμού | των | καρτεσιανισμών |
| αιτιατική | τον | καρτεσιανισμό | τους | καρτεσιανισμούς |
| κλητική | καρτεσιανισμέ | καρτεσιανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- καρτεσιανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.