Καρτέσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καρτέσιος | ||
| γενική | του | Καρτέσιου & Καρτεσίου | ||
| αιτιατική | τον | Καρτέσιο | ||
| κλητική | Καρτέσιε | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Καρτέσιος αρσενικό
- ελληνικοποιημένο επώνυμο γαλλικής προέλευσης, γνωστό από τον Γάλλο φιλόσοφο René Descartes (Ρενέ Ντεκάρτ)
Μεταφράσεις
Καρτέσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.