καρποφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρποφαγία οι καρποφαγίες
      γενική της καρποφαγίας των καρποφαγιών
    αιτιατική την καρποφαγία τις καρποφαγίες
     κλητική καρποφαγία καρποφαγίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρποφαγία < καρποφάγος + -ία < αρχαία ελληνική καρποφάγος, μορφολογικά αναλύεται καρπ(ών) + -ο- + -φαγία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

καρποφαγία θηλυκό στον ενικό

  1. το να τρώει κάποιος καρπούς
  2. (ειδικότερα) (γαστρονομία) η διατροφή χωρίς κρέας, η χορτοφαγία
      Η από της κρεοφαγίας εις την καρποφαγίαν δολιχοδρομία είνε παράλληλος τῃ από της δουλείας εις την ελευθερίαν
    Πλάτων Ε. Δρακούλης, Υγιεινή και ηθική (Αθήνα 51926· 1η έκδοση: 1894), σ. 65.

Συγγενικά

  • καρποφαγικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.