καρμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρμικός η καρμική το καρμικό
      γενική του καρμικού της καρμικής του καρμικού
    αιτιατική τον καρμικό την καρμική το καρμικό
     κλητική καρμικέ καρμική καρμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρμικοί οι καρμικές τα καρμικά
      γενική των καρμικών των καρμικών των καρμικών
    αιτιατική τους καρμικούς τις καρμικές τα καρμικά
     κλητική καρμικοί καρμικές καρμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρμικός < κάρμα + -ικός

Επίθετο

καρμικός, -ή, -ό

  • αυτός που σχετίζεται με το κάρμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.