καρδιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρδιολογία | οι | καρδιολογίες |
| γενική | της | καρδιολογίας | των | καρδιολογιών |
| αιτιατική | την | καρδιολογία | τις | καρδιολογίες |
| κλητική | καρδιολογία | καρδιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.ði.o.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
καρδιολογία θηλυκό
Συγγενικά
- Κατηγορία:Καρδιολογία (ελληνικά)
-
καρδιολογία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
καρδιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.