καρβούνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρβούνισμα | τα | καρβουνίσματα |
| γενική | του | καρβουνίσματος | των | καρβουνισμάτων |
| αιτιατική | το | καρβούνισμα | τα | καρβουνίσματα |
| κλητική | καρβούνισμα | καρβουνίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρβούνισμα < καρβουνίζω + -μα
Μεταφράσεις
καρβούνισμα
|
- καρβούνιασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.