καρβουνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καρβουνίζω | καρβούνιζα | θα καρβουνίζω | να καρβουνίζω | καρβουνίζοντας | |
| β' ενικ. | καρβουνίζεις | καρβούνιζες | θα καρβουνίζεις | να καρβουνίζεις | καρβούνιζε | |
| γ' ενικ. | καρβουνίζει | καρβούνιζε | θα καρβουνίζει | να καρβουνίζει | ||
| α' πληθ. | καρβουνίζουμε | καρβουνίζαμε | θα καρβουνίζουμε | να καρβουνίζουμε | ||
| β' πληθ. | καρβουνίζετε | καρβουνίζατε | θα καρβουνίζετε | να καρβουνίζετε | καρβουνίζετε | |
| γ' πληθ. | καρβουνίζουν(ε) | καρβούνιζαν καρβουνίζαν(ε) |
θα καρβουνίζουν(ε) | να καρβουνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καρβούνισα | θα καρβουνίσω | να καρβουνίσω | καρβουνίσει | ||
| β' ενικ. | καρβούνισες | θα καρβουνίσεις | να καρβουνίσεις | καρβούνισε | ||
| γ' ενικ. | καρβούνισε | θα καρβουνίσει | να καρβουνίσει | |||
| α' πληθ. | καρβουνίσαμε | θα καρβουνίσουμε | να καρβουνίσουμε | |||
| β' πληθ. | καρβουνίσατε | θα καρβουνίσετε | να καρβουνίσετε | καρβουνίστε | ||
| γ' πληθ. | καρβούνισαν καρβουνίσαν(ε) |
θα καρβουνίσουν(ε) | να καρβουνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καρβουνίσει | είχα καρβουνίσει | θα έχω καρβουνίσει | να έχω καρβουνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καρβουνίσει | είχες καρβουνίσει | θα έχεις καρβουνίσει | να έχεις καρβουνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καρβουνίσει | είχε καρβουνίσει | θα έχει καρβουνίσει | να έχει καρβουνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καρβουνίσει | είχαμε καρβουνίσει | θα έχουμε καρβουνίσει | να έχουμε καρβουνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καρβουνίσει | είχατε καρβουνίσει | θα έχετε καρβουνίσει | να έχετε καρβουνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καρβουνίσει | είχαν καρβουνίσει | θα έχουν καρβουνίσει | να έχουν καρβουνίσει |
| |
Μεταφράσεις
καρβουνίζω
|
- καρβουνιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.