καρατερίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρατερίστας οι καρατερίστες
      γενική του καρατερίστα των (καρατεριστών)
    αιτιατική τον καρατερίστα τους καρατερίστες
     κλητική καρατερίστα καρατερίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρατερίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική caratterista + [1] < χαρακτήρ

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾa.teˈɾi.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός:καρατερίστας

Ουσιαστικό

καρατερίστας αρσενικό (θηλυκό καρατερίστα)

  • (θέατρο) ηθοποιός που εμφανίζεται κυρίως σε ρόλους με συγκεκριμένο χαρακτήρα για τύπους όπως μεθύστακας, αγαθός, κακός, αριστοκράτης, βλάκας κλπ.
      Το πρόσωπό της είχε φουσκώσει, είχε παχύνει ... Φυσικά , δεν ήταν δυνατόν να κάνει πια την ενζενί. Έπαιζε λοιπόν καρατερίστες, κάτι δεύτερους ρόλους (Αλέξης Σταμάτης, Μπαρ Φλωμπέρ, εκδ. Κέδρος, 2000)

Σημειώσεις

  • διαφορετικό το καρατίστας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.