καρατερίστα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρατερίστα οι καρατερίστες
      γενική της καρατερίστας
    αιτιατική την καρατερίστα τις καρατερίστες
     κλητική καρατερίστα καρατερίστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρατερίστα < είτε άμεσο δάνειο από την ιταλική caratterista, είτε καρατερ(ίστας) + -ίστα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾa.teˈɾi.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός:καρατερίστα

Ουσιαστικό

καρατερίστα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καρατερίστας

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.