καραντουζένι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καραντουζένι | τα | καραντουζένια |
| γενική | του | καραντουζενιού | των | καραντουζενιών |
| αιτιατική | το | καραντουζένι | τα | καραντουζένια |
| κλητική | καραντουζένι | καραντουζένια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καραντουζένι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) μαύρο ντουζένι
- είδος κουρδίσματος μπουζουκιού, ειδικότερα του τρίχορδου σε Ρε - Σολ - Λα
- πενιές λαϊκών χορών κυρίως για καρσιλαμά και τσιφτετέλι.
- καίγεται ο μαχαλάς από το καραντουζένι, / από τον καρσιλαμά και τη φούστα σου, Ελένη (λαϊκό τραγούδι του Μ. Μενιδιάτη - ΕΜΙ 1984)
Μεταφράσεις
καραντουζένι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.