caravane
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| caravane | caravanes |
Ουσιαστικό
caravane (fr) θηλυκό
- το καραβάνι
- (κατ’ επέκταση) (οικείο) σύνολο ανθρώπων ή αντικειμένων που μετακινούνται μαζί
- το τροχόσπιτο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.