καποδιστριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καποδιστριακός η καποδιστριακή το καποδιστριακό
      γενική του καποδιστριακού της καποδιστριακής του καποδιστριακού
    αιτιατική τον καποδιστριακό την καποδιστριακή το καποδιστριακό
     κλητική καποδιστριακέ καποδιστριακή καποδιστριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καποδιστριακοί οι καποδιστριακές τα καποδιστριακά
      γενική των καποδιστριακών των καποδιστριακών των καποδιστριακών
    αιτιατική τους καποδιστριακούς τις καποδιστριακές τα καποδιστριακά
     κλητική καποδιστριακοί καποδιστριακές καποδιστριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καποδιστριακός < Καποδίστρ(ιας) + -ιακός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.po.ði.stɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καποδιστριακός

Επίθετο

καποδιστριακός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.