κανακεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κανακεύω < μεσαιωνική ελληνική κανακεύω < κανάκι + -εύω < αρχαία ελληνική καναχή
Ρήμα
κανακεύω
- μεγαλώνω παιδιά παραχαϊδεύοντάς τα και κάνοντάς τους τα χατίρια
- (γενικότερα) περιποιούμαι, καλοπιάνω, κάνω τα χατίρια
- επαινώ αναίτια
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κανάκια
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κανακεύω | κανάκευα | θα κανακεύω | να κανακεύω | κανακεύοντας | |
| β' ενικ. | κανακεύεις | κανάκευες | θα κανακεύεις | να κανακεύεις | κανάκευε | |
| γ' ενικ. | κανακεύει | κανάκευε | θα κανακεύει | να κανακεύει | ||
| α' πληθ. | κανακεύουμε | κανακεύαμε | θα κανακεύουμε | να κανακεύουμε | ||
| β' πληθ. | κανακεύετε | κανακεύατε | θα κανακεύετε | να κανακεύετε | κανακεύετε | |
| γ' πληθ. | κανακεύουν(ε) | κανάκευαν κανακεύαν(ε) |
θα κανακεύουν(ε) | να κανακεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κανάκεψα | θα κανακέψω | να κανακέψω | κανακέψει | ||
| β' ενικ. | κανάκεψες | θα κανακέψεις | να κανακέψεις | κανάκεψε | ||
| γ' ενικ. | κανάκεψε | θα κανακέψει | να κανακέψει | |||
| α' πληθ. | κανακέψαμε | θα κανακέψουμε | να κανακέψουμε | |||
| β' πληθ. | κανακέψατε | θα κανακέψετε | να κανακέψετε | κανακέψτε | ||
| γ' πληθ. | κανάκεψαν κανακέψαν(ε) |
θα κανακέψουν(ε) | να κανακέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κανακέψει | είχα κανακέψει | θα έχω κανακέψει | να έχω κανακέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις κανακέψει | είχες κανακέψει | θα έχεις κανακέψει | να έχεις κανακέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει κανακέψει | είχε κανακέψει | θα έχει κανακέψει | να έχει κανακέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κανακέψει | είχαμε κανακέψει | θα έχουμε κανακέψει | να έχουμε κανακέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε κανακέψει | είχατε κανακέψει | θα έχετε κανακέψει | να έχετε κανακέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κανακέψει | είχαν κανακέψει | θα έχουν κανακέψει | να έχουν κανακέψει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.