καμπανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπανιά οι καμπανιές
      γενική της καμπανιάς των καμπανιών
    αιτιατική την καμπανιά τις καμπανιές
     κλητική καμπανιά καμπανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπανιά < καμπάνα + -ιά

Ουσιαστικό

καμπανιά θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) το χτύπημα μιας καμπάνας
  2. (μεταφορικά) (οικείο) προειδοποίηση, υπαινιγμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.