καμακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
καμακώνω (παθητική φωνή: καμακώνομαι)
- (κυριολεκτικά) χτυπάω ή τρυπάω με το καμάκι κάποιο αντικείμενο ή ζώο
- (μεταφορικά) φλερτάρω, κάνω κόρτε
Συγγενικά
- ακαμάκωτος
- καμάκωμα
- → δείτε τη λέξη καμάκι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καμακώνω | καμάκωνα | θα καμακώνω | να καμακώνω | καμακώνοντας | |
| β' ενικ. | καμακώνεις | καμάκωνες | θα καμακώνεις | να καμακώνεις | καμάκωνε | |
| γ' ενικ. | καμακώνει | καμάκωνε | θα καμακώνει | να καμακώνει | ||
| α' πληθ. | καμακώνουμε | καμακώναμε | θα καμακώνουμε | να καμακώνουμε | ||
| β' πληθ. | καμακώνετε | καμακώνατε | θα καμακώνετε | να καμακώνετε | καμακώνετε | |
| γ' πληθ. | καμακώνουν(ε) | καμάκωναν καμακώναν(ε) |
θα καμακώνουν(ε) | να καμακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καμάκωσα | θα καμακώσω | να καμακώσω | καμακώσει | ||
| β' ενικ. | καμάκωσες | θα καμακώσεις | να καμακώσεις | καμάκωσε | ||
| γ' ενικ. | καμάκωσε | θα καμακώσει | να καμακώσει | |||
| α' πληθ. | καμακώσαμε | θα καμακώσουμε | να καμακώσουμε | |||
| β' πληθ. | καμακώσατε | θα καμακώσετε | να καμακώσετε | καμακώστε | ||
| γ' πληθ. | καμάκωσαν καμακώσαν(ε) |
θα καμακώσουν(ε) | να καμακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καμακώσει | είχα καμακώσει | θα έχω καμακώσει | να έχω καμακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καμακώσει | είχες καμακώσει | θα έχεις καμακώσει | να έχεις καμακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καμακώσει | είχε καμακώσει | θα έχει καμακώσει | να έχει καμακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καμακώσει | είχαμε καμακώσει | θα έχουμε καμακώσει | να έχουμε καμακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καμακώσει | είχατε καμακώσει | θα έχετε καμακώσει | να έχετε καμακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καμακώσει | είχαν καμακώσει | θα έχουν καμακώσει | να έχουν καμακώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.