καμακιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμακιάζω < καμάκι + -ιάζω

Ρήμα

καμακιάζω

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καμακώνω
      Ζαλισμένος ακόμα αναγύρισε στο πλευρό να σηκωθεί και τότε τον καμάκιασε στα πόδια ένας πόνος φοβερός. (Τάκης Αδάμος Όσο χτυπάει η καρδιά [διήγημα])

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.