καλόστρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόστρωτος η καλόστρωτη το καλόστρωτο
      γενική του καλόστρωτου της καλόστρωτης του καλόστρωτου
    αιτιατική τον καλόστρωτο την καλόστρωτη το καλόστρωτο
     κλητική καλόστρωτε καλόστρωτη καλόστρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόστρωτοι οι καλόστρωτες τα καλόστρωτα
      γενική των καλόστρωτων των καλόστρωτων των καλόστρωτων
    αιτιατική τους καλόστρωτους τις καλόστρωτες τα καλόστρωτα
     κλητική καλόστρωτοι καλόστρωτες καλόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλόστρωτος < μεσαιωνική ελληνική καλόστρωτος < καλοστρώνω < ελληνιστική κοινή στρωννύω αρχαία ελληνική στρώννυμι

Επίθετο

καλόστρωτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.