καλωσόρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλωσόρισμα | τα | καλωσορίσματα |
| γενική | του | καλωσορίσματος | των | καλωσορισμάτων |
| αιτιατική | το | καλωσόρισμα | τα | καλωσορίσματα |
| κλητική | καλωσόρισμα | καλωσορίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλωσόρισμα < καλωσορίζω
Ουσιαστικό
καλωσόρισμα ουδέτερο (πληθυντικός : καλωσορίσματα)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλωσορίζω, η φιλόξενη υποδοχή κάποιου που μόλις έφτασε και ο χαιρετισμός με τη φράση καλώς όρισες
Συνώνυμα
- καληνώρισμα
- καληνωρισμός
Μεταφράσεις
καλωσόρισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.