καληνώρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καληνώρισμα τα καληνωρίσματα
      γενική του καληνωρίσματος των καληνωρισμάτων
    αιτιατική το καληνώρισμα τα καληνωρίσματα
     κλητική καληνώρισμα καληνωρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καληνώρισμα < μεσαιωνική ελληνική καληνώρισμα < καληνωρίζω

Ουσιαστικό

καληνώρισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.